- απάγκιο
- τοWindschatten m
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
απάγκιος, -ια, -ιο — απάνεμος: Ο τόπος εκείνος ήταν πολύ απάγκιος· το ουδ. ως ουσ., το απάγκιο θέση απάνεμη: Βρήκαν έν απάγκιο κι έκατσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξανεμία — και ξανεμιά, η υπήνεμος τόπος, προφυλαγμένος από τους ανέμους, απάγκιο* … Dictionary of Greek